Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προτυπόω
προτύπτης
προτύπτω
προτύπωμα
προτύπωσις
προῦ
προϋγραίνω
προϋδροποτέω
προυεσμένη
προϋιωνός
προύκας
προϋλακτέω
προυλέσι
προϋλίζω
προύμνη
προῦμνον
προῦμορ
προύνεικος
προυνικία
προϋπάγομαι
προϋπακουστέον
View word page
προύκας
προύκας· δορκάδας, Hsch.; cf. πρόξ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προύκας
Headword (normalized):
προύκας
Headword (normalized/stripped):
προυκας
IDX:
90575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90576
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προύκας·</span> <span class="foreign greek">δορκάδας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">πρόξ</span>.</div><br><br>'}