Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προτυγχάνω
προτυμβίδιος
προτυπόω
προτύπτης
προτύπτω
προτύπωμα
προτύπωσις
προῦ
προϋγραίνω
προϋδροποτέω
προυεσμένη
προϋιωνός
προύκας
προϋλακτέω
προυλέσι
προϋλίζω
προύμνη
προῦμνον
προῦμορ
προύνεικος
προυνικία
View word page
προυεσμένη
προυεσμένη· ἀναβαλλομένη, προϊοῦσα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προυεσμένη
Headword (normalized):
προυεσμένη
Headword (normalized/stripped):
προυεσμενη
IDX:
90573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90574
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προυεσμένη·</span> <span class="foreign greek">ἀναβαλλομένη, προϊοῦσα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}