Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προτρέπω
προτρέφω
προτρέχω
προτριακάς
προτριβεῖς
προτρίβω
πρότριτα
πρότροπα
προτροπάδην
προτροπή
προτροπίς
πρότροπος
πρότροχος
προτρύγαιος
προτρυγάω
προτρύγησις
προτρυγητήρ
προτρυγητής
προτρώγω
προτυγχάνω
προτυμβίδιος
View word page
προτροπίς
προτροπ-ίς· σπυρίς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προτροπίς
Headword (normalized):
προτροπίς
Headword (normalized/stripped):
προτροπις
IDX:
90554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90555
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτροπ-ίς·</span> <span class="foreign greek">σπυρίς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}