Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προτίμησις
προτιμητέον
προτιμία
πρότιμος
προτιμυθέομαι
προτιμωρέω
προτινάσσω
προτίοπτος
προτιόσσομαι
προτιτλόω
προτιτρώσκω
προτιτύσκω
προτίω
πρότμησις
προτόλημα
προτολμάομαι
προτομαφόρος
προτομή
προτομίζεσθαι
προτονίζω
προτόνιον
View word page
προτιτρώσκω
προτιτρώσκω,
A). wound beforehand, Gal. 18(1).86 ( Pass.).


ShortDef

wound beforehand

Debugging

Headword:
προτιτρώσκω
Headword (normalized):
προτιτρώσκω
Headword (normalized/stripped):
προτιτρωσκω
IDX:
90528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90529
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτιτρώσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wound beforehand</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).86 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}