προτιόσσομαι, Ep. Verb, only pres. and impf., and never in the form
προσόσσομαι:—
A). look at or
upon,
μηδέ τιν’ ἀνθρώπων προτιόσσεο Od. 7.31 , cf.
23.365 .
II). of the mind,
forebode,
κραδίη προτιόσσετ’ ὄλεθρον 5.389 ;
θάνατον προτιόσσετο θυμὸς ἀγήνωρ 14.219 , cf.
A.R. 1.895 , al.; so, prob.,
ἦ σ’ εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι from thorough knowledge of thee
I divine my fate,
Il. 22.356 , cf.
A.R. 4.1372 .