Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προτί
προτιάπτω
προτιθασεύω
προτίθημι
προτίκτω
προτιμάω
προτίμησις
προτιμητέον
προτιμία
πρότιμος
προτιμυθέομαι
προτιμωρέω
προτινάσσω
προτίοπτος
προτιόσσομαι
προτιτλόω
προτιτρώσκω
προτιτύσκω
προτίω
πρότμησις
προτόλημα
View word page
προτιμυθέομαι
προτιμῡθέομαι, Ep. for προσμυθέομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προτιμυθέομαι
Headword (normalized):
προτιμυθέομαι
Headword (normalized/stripped):
προτιμυθεομαι
IDX:
90522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτιμῡθέομαι</span>, Ep. for <span class="foreign greek">προσμυθέομαι</span>.</div><br><br>'}