Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προτεύχω
προτεχνολογέω
προτεχνολόγημα
προτεχνόομαι
προτήθη
προτήθυς
προτήκω
προτηνί
προτήνιον
προτηρέω
προτί
προτιάπτω
προτιθασεύω
προτίθημι
προτίκτω
προτιμάω
προτίμησις
προτιμητέον
προτιμία
πρότιμος
προτιμυθέομαι
View word page
προτί
προτί,
A). v. πρός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προτί
Headword (normalized):
προτί
Headword (normalized/stripped):
προτι
IDX:
90512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90513
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτί</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρός</span> .</div> </div><br><br>'}