Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προτέταρτον
προτεύχω
προτεχνολογέω
προτεχνολόγημα
προτεχνόομαι
προτήθη
προτήθυς
προτήκω
προτηνί
προτήνιον
προτηρέω
προτί
προτιάπτω
προτιθασεύω
προτίθημι
προτίκτω
προτιμάω
προτίμησις
προτιμητέον
προτιμία
πρότιμος
View word page
προτηρέω
προτηρέω,
A). watch carefully, dub. in PFlor. 262.13 (iii A.D.).


ShortDef

watch carefully

Debugging

Headword:
προτηρέω
Headword (normalized):
προτηρέω
Headword (normalized/stripped):
προτηρεω
IDX:
90511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90512
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτηρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">watch carefully</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFlor.</span> 262.13 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}