Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προτέρωθεν
προτέρωσε
προτέταρτον
προτεύχω
προτεχνολογέω
προτεχνολόγημα
προτεχνόομαι
προτήθη
προτήθυς
προτήκω
προτηνί
προτήνιον
προτηρέω
προτί
προτιάπτω
προτιθασεύω
προτίθημι
προτίκτω
προτιμάω
προτίμησις
προτιμητέον
View word page
προτηνί
προτηνί,
A). v. προταινί .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προτηνί
Headword (normalized):
προτηνί
Headword (normalized/stripped):
προτηνι
IDX:
90509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτηνί</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προταινί</span> .</div> </div><br><br>'}