Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προτερικόν
προτέριος
πρότερος
προτέρω
προτέρωθεν
προτέρωσε
προτέταρτον
προτεύχω
προτεχνολογέω
προτεχνολόγημα
προτεχνόομαι
προτήθη
προτήθυς
προτήκω
προτηνί
προτήνιον
προτηρέω
προτί
προτιάπτω
προτιθασεύω
προτίθημι
View word page
προτεχνόομαι
προτεχνόομαι
, Pass.,
A).
to be trained already
, pf. inf.
προτετεχνῶσθαι
Gal.
13.656
.
ShortDef
to be trained already
Debugging
Headword:
προτεχνόομαι
Headword (normalized):
προτεχνόομαι
Headword (normalized/stripped):
προτεχνοομαι
IDX:
90505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90506
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτεχνόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be trained already</span>, pf. inf. <span class="quote greek">προτετεχνῶσθαι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.656 </span> .</div> </div><br><br>'}