Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
προτέρησις
προτερικόν
προτέριος
πρότερος
προτέρω
προτέρωθεν
προτέρωσε
προτέταρτον
προτεύχω
προτεχνολογέω
προτεχνολόγημα
προτεχνόομαι
προτήθη
προτήθυς
προτήκω
προτηνί
προτήνιον
προτηρέω
View word page
προτέταρτον
προτέταρτον
, Adv.
A).
on the fourth day before,
Leg.Gort.
11.53
.
ShortDef
on the fourth day before
Debugging
Headword:
προτέταρτον
Headword (normalized):
προτέταρτον
Headword (normalized/stripped):
προτεταρτον
IDX:
90501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90502
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτέταρτον</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">on the fourth day before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Leg.Gort.</span> 11.53 </span>.</div> </div><br><br>'}