προτέρω
προτέρ-ω, Adv.
A). further, forwards, ἴθυσαν δὲ πολὺ π. ; 4.507 τὼ δὲ βάτην π. 9.192 ; ἀλλ’ ἕπεο π. 18.387 ; μερμήριξε δ’. . ἢ π .. . διώκοι 5.672 ; μαίεσθαι π. ; 14.356 ἔτι π. , 23.526 ; 5.417 καί νύ κε δὴ π. ἔτ’ ἔρις γένετ’ the quarrel would have gone further, ; 23.490 ἦ πῄ με π. ἄξεις; wilt thou carry me further away? 3.400 ; ἔτ’ οὐ π. no further, no more, : c. gen. loci, 1.919 . 923