Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προτενθεύω
προτένθης
προτεραῖος
προτεράσιος
προτερεία
προτερεύω
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
προτέρησις
προτερικόν
προτέριος
πρότερος
προτέρω
προτέρωθεν
προτέρωσε
προτέταρτον
προτεύχω
προτεχνολογέω
προτεχνολόγημα
προτεχνόομαι
View word page
προτερικόν
προτερ-ικόν, τό,
A). prior claim, BGU 820.20 (i A.D.).


ShortDef

prior claim

Debugging

Headword:
προτερικόν
Headword (normalized):
προτερικόν
Headword (normalized/stripped):
προτερικον
IDX:
90495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90496
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτερ-ικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prior claim</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 820.20 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}