Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προτέλευτος
προτελέω
προτελής
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτενθεύω
προτένθης
προτεραῖος
προτεράσιος
προτερεία
προτερεύω
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
προτέρησις
προτερικόν
προτέριος
πρότερος
προτέρω
View word page
προτεράσιος
προτερ-άσιος [ᾱ], ( Dor. for *-ήσιος),
A). on the previous day, Schwyzer 345.9 (Delph.).


ShortDef

on the previous day

Debugging

Headword:
προτεράσιος
Headword (normalized):
προτεράσιος
Headword (normalized/stripped):
προτερασιος
IDX:
90488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90489
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτερ-άσιος</span> [<span class="foreign greek">ᾱ], </span> ( Dor. for <span class="foreign greek">*-ήσιος</span>), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">on the previous day,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Schwyzer</span> 345.9 </span> (Delph.).</div> </div><br><br>'}