Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προτέγισμα
προτείνω
προτειχίζω
προτείχισμα
προτεκμαίρομαι
προτεκνόω
προτέλεια
προτέλειος
προτελειόω
προτέλεσις
προτέλεσμα
προτελεσματικός
προτελευταῖος
προτελευτάω
προτελευτή
προτελεύτησις
προτέλευτος
προτελέω
προτελής
προτελίζω
προτεμένισμα
View word page
προτέλεσμα
προτέλ-εσμα, ατος, τό,= foreg., ib. 77 .


ShortDef

prognostication

Debugging

Headword:
προτέλεσμα
Headword (normalized):
προτέλεσμα
Headword (normalized/stripped):
προτελεσμα
IDX:
90472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90473
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτέλ-εσμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= foreg., ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:77" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:77/canonical-url/"> 77 </a>.</div><br><br>'}