Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρότασις
προτάσσω
προτατέον
προτατικός
προτέγγω
προτέγιον
προτέγισμα
προτείνω
προτειχίζω
προτείχισμα
προτεκμαίρομαι
προτεκνόω
προτέλεια
προτέλειος
προτελειόω
προτέλεσις
προτέλεσμα
προτελεσματικός
προτελευταῖος
προτελευτάω
προτελευτή
View word page
προτεκμαίρομαι
προτεκμαίρομαι,
A). v. προστεκμαίρομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προτεκμαίρομαι
Headword (normalized):
προτεκμαίρομαι
Headword (normalized/stripped):
προτεκμαιρομαι
IDX:
90466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90467
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτεκμαίρομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προστεκμαίρομαι</span> .</div> </div><br><br>'}