Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προταινί
προταίνιον
προτακτέον
προτακτικός
πρότακτος
προταλαιπωρέομαι
προταμιεῖον
προταμιεύω
προτάμνω
προτανεία
προτανεύω
προτανήϊον
πρότανις
πρόταξις
προταράσσω
προταρβέω
προταριχεύω
πρότασις
προτάσσω
προτατέον
προτατικός
View word page
προτανεύω
προτᾰν-εύω, alternative Attic form of πρυτανεύω, ib. 656.6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προτανεύω
Headword (normalized):
προτανεύω
Headword (normalized/stripped):
προτανευω
IDX:
90449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90450
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτᾰν-εύω</span>, alternative Attic form of <span class="foreign greek">πρυτανεύω</span>, ib.<span class="bibl"> 656.6 </span>.</div><br><br>'}