Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσωφελητέον
πρόταγμα
προταινί
προταίνιον
προτακτέον
προτακτικός
πρότακτος
προταλαιπωρέομαι
προταμιεῖον
προταμιεύω
προτάμνω
προτανεία
προτανεύω
προτανήϊον
πρότανις
πρόταξις
προταράσσω
προταρβέω
προταριχεύω
πρότασις
προτάσσω
View word page
προτάμνω
προτάμνω, Ion. for προτέμνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προτάμνω
Headword (normalized):
προτάμνω
Headword (normalized/stripped):
προταμνω
IDX:
90447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90448
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προτάμνω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">προτέμνω</span>.</div><br><br>'}