Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσωπος
προσωποῦττα
προσωρεύω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέον
πρόταγμα
προταινί
προταίνιον
προτακτέον
προτακτικός
πρότακτος
προταλαιπωρέομαι
προταμιεῖον
προταμιεύω
προτάμνω
προτανεία
προτανεύω
προτανήϊον
View word page
προταίνιον
προταίνιον· πρὸ μικροῦ, Hsch.; also,= παλαιόν, Id.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
προταίνιον
Headword (normalized):
προταίνιον
Headword (normalized/stripped):
προταινιον
IDX:
90440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90441
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προταίνιον·</span> <span class="foreign greek">πρὸ μικροῦ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; also,= <span class="foreign greek">παλαιόν</span>, Id.</div><br><br>'}