Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσωπίδιον
προσωπικῶς
προσώπιον
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
προσωποποιέω
προσωποποιία
προσωποποιός
πρόσωπος
προσωποῦττα
προσωρεύω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέον
πρόταγμα
προταινί
προταίνιον
View word page
πρόσωπος
πρόσωπος, ,
A). = πρόσωπον, τό (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόσωπος
Headword (normalized):
πρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
προσωπος
IDX:
90430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90431
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόσωπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πρόσωπον, τό</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}