Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσῳδός
πρόσωθεν
προσωθέω
προσωνέομαι
προσωνυμία
προσώνυμος
προσωπαιδοῦντες
προσώπατα
προσωπεῖον
προσώπη
προσωπιάς
προσωπίδιον
προσωπικῶς
προσώπιον
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
προσωποποιέω
προσωποποιία
προσωποποιός
View word page
προσωπιάς
προσωπ-ιάς,
A). v. προσώπιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσωπιάς
Headword (normalized):
προσωπιάς
Headword (normalized/stripped):
προσωπιας
IDX:
90419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90420
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσωπ-ιάς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσώπιον</span> .</div> </div><br><br>'}