Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσῳδία
προσῳδιακός
προσῴδιον
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωθέω
προσωνέομαι
προσωνυμία
προσώνυμος
προσωπαιδοῦντες
προσώπατα
προσωπεῖον
προσώπη
προσωπιάς
προσωπίδιον
προσωπικῶς
προσώπιον
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
View word page
προσώπατα
προσώπ-ατα,
A). v. πρόσωπον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσώπατα
Headword (normalized):
προσώπατα
Headword (normalized/stripped):
προσωπατα
IDX:
90416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90417
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσώπ-ατα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόσωπον</span> .</div> </div><br><br>'}