Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσῳδής
προσῳδία
προσῳδιακός
προσῴδιον
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωθέω
προσωνέομαι
προσωνυμία
προσώνυμος
προσωπαιδοῦντες
προσώπατα
προσωπεῖον
προσώπη
προσωπιάς
προσωπίδιον
προσωπικῶς
προσώπιον
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
View word page
προσωπαιδοῦντες
προσωπαιδοῦντες·
ἐπιβεβαιοῦντες
,
Hsch.
(leg.
προσεμπεδοῦντες
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσωπαιδοῦντες
Headword (normalized):
προσωπαιδοῦντες
Headword (normalized/stripped):
προσωπαιδουντες
IDX:
90415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90416
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσωπαιδοῦντες·</span> <span class="foreign greek">ἐπιβεβαιοῦντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">προσεμπεδοῦντες</span>).</div><br><br>'}