Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσχράομαι
προσχρῄζω
πρόσχρησις
προσχρηστέον
προσχρίμπτω
προσχρίω
πρόσχρωμον
προσχρώννυμι
προσχρῶτα
πρόσχυσις
προσχύτης
πρόσχωμα
προσχώννυμι
προσχωρέω
προσχώρησις
προσχώριος
πρόσχωρος
πρόσχωσις
πρόσψαυσις
προσψαύω
προσψεύδομαι
View word page
προσχύτης
προς-χύτης [ῠ],
A). profusor, Gloss.


ShortDef

profusor

Debugging

Headword:
προσχύτης
Headword (normalized):
προσχύτης
Headword (normalized/stripped):
προσχυτης
IDX:
90388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90389
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προς-χύτης</span> <span class="pron greek">[ῠ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">profusor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}