προσχρῄζω
προσχρῄζω, Ion. προσχημᾰτ-χρηΐζω,
A). require or desire besides, c. gen., τυραννίδος οὐδεμιῆς π. , cf. 5.11 18 ; οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Ph. 1055 : c. gen. pers. et inf., προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ I request you to listen to him, . 8.140 β/: c. inf. only, τί προσχρῄζων μαθεῖν; OT 1155 , cf. OC 1168 : in poetry with inf. understood, πᾶν ὅπερ προσχρῄζετε (sc. πυθέσθαι) πεύσεσθε Pr. 641 , cf. 787 , OC 520 , 1160 , 1202 .