προσχράομαι
προσχράομαι,
A). use or avail oneself of a thing besides, τινι Rh. 1358b19 ; but more freq. simply, use, τινὶ εἴς τι Cra. 435c ; χάριν τοῦ σίτου Criti. 115a ; τούτοις ταῦτα Phlb. 44d : c. dupl. dat., ὥσπερ μάντεσι π. τισί ib.c;[ θεράπουσι] πρὸς τὰς διακονίας Pol. 1263a20 , cf. Ph. 200b19 , Es. 8.13 ( 16.17 ), etc.; νόμῳ BGU 1127.21 (i B.C.):— Pass., τὰ -χρησθέντα CPHerm. 92.11 (iii A.D.).
II). abuse,[παιδίσκῃ] dub. sens. in PSI 4.406.7 (iii B.C.).