προσχέω
προσχέω, fut.
A). -χεῶ Le. 1.5 :— pour to or on, l.c., al., Sacr. 9 (s. v.l.):— Med., pour water on oneself, Steril. 230 , ; 139 have poured on one, τὸ θερμόν Somn.Vig. 457b14 , cf. Pr. 875a9 :— Pass., ; 2.242 προσεχύθη πρὸ τῶν οὔρων αἷμα SD 2.3 .
II). metaph. in Pass., ὑπὸ τοῦ Χρυσίππου προσχυθεὶς ἀδολεσχίας deluged, . 5.318