πρόσχερος
πρόσχερος, ον, dub. sens.,
A). πρόσχερα δὲ ἑκάστῳ δύο κρέα ; 1 προσχέρων β πήχεις νς two πρόσχερα = 56 cubits each, in an account for plastering or whitewashing a bath, POxy. 2145.7 , cf. 10 , al. (ii A.D.); cf. πρόσχορος 11 .