Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσυφίσταμαι
προσυφόω
προσφάγημα
προσφάγιον1
προσφάγιον2
πρόσφαγμα
προσφάζω
προσφαίνομαι
προσφανής
προσφάσθαι
προσφάτης
πρόσφατος
προσφερής
προσφέρω
προσφεύγω
προσφευκτέον
πρόσφημι
προσφθέγγομαι
προσφθεγκτήριος
προσφθεγκτός
πρόσφθεγμα
View word page
προσφάτης
προσφάτης·
πλάγιος πεσών
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσφάτης
Headword (normalized):
προσφάτης
Headword (normalized/stripped):
προσφατης
IDX:
90295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90296
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσφάτης·</span> <span class="foreign greek">πλάγιος πεσών</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}