Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσυφάπτω
προσυφίσταμαι
προσυφόω
προσφάγημα
προσφάγιον1
προσφάγιον2
πρόσφαγμα
προσφάζω
προσφαίνομαι
προσφανής
προσφάσθαι
προσφάτης
πρόσφατος
προσφερής
προσφέρω
προσφεύγω
προσφευκτέον
πρόσφημι
προσφθέγγομαι
προσφθεγκτήριος
προσφθεγκτός
View word page
προσφάσθαι
προσφάσθαι,
A). v. πρόσφημι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσφάσθαι
Headword (normalized):
προσφάσθαι
Headword (normalized/stripped):
προσφασθαι
IDX:
90294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90295
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσφάσθαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόσφημι</span> .</div> </div><br><br>'}