Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσυμφωνέω
προσυνάγω
προσυναθροίζομαι
προσυναίρεσις
προσυναιρέω
προσυναπάντησις
προσυνεδρεύω
προσύνειμι
προσυνίστημι
προσυνοικέω
προσυνοικίζω
προσυντάσσω
προσυντελέω
προσυντίθεμαι
προσυντρίβω
προσυπακουστέον
προσυπακούω
προσυπαναπτύσσω
προσυπαντάω
προσυπαρκτέον
προσυπάρχω
View word page
προσυνοικίζω
προσυν-οικίζω
,
A).
f.l. for
προσσυνοικίζω
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσυνοικίζω
Headword (normalized):
προσυνοικίζω
Headword (normalized/stripped):
προσυνοικιζω
IDX:
90241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90242
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσυν-οικίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">προσσυνοικίζω</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}