Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Προσυμναῖος
Προσύμνη
προσυμνέω
προσυμπάσσω
προσυμπλέκομαι
προσυμφύομαι
προσυμφωνέω
προσυνάγω
προσυναθροίζομαι
προσυναίρεσις
προσυναιρέω
προσυναπάντησις
προσυνεδρεύω
προσύνειμι
προσυνίστημι
προσυνοικέω
προσυνοικίζω
προσυντάσσω
προσυντελέω
προσυντίθεμαι
προσυντρίβω
View word page
προσυναιρέω
προσυν-αιρέω, in Pass.,
A). to be antecedently aggregated, ibid.


ShortDef

to be antecedently aggregated

Debugging

Headword:
προσυναιρέω
Headword (normalized):
προσυναιρέω
Headword (normalized/stripped):
προσυναιρεω
IDX:
90235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90236
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσυν-αιρέω</span>, in Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be antecedently aggregated</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}