Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσυλος
προσυμβαίνω
προσυμβιβάζω
προσυμβολέω
προσύμβολον
προσυμμίσγω
Προσυμναῖος
Προσύμνη
προσυμνέω
προσυμπάσσω
προσυμπλέκομαι
προσυμφύομαι
προσυμφωνέω
προσυνάγω
προσυναθροίζομαι
προσυναίρεσις
προσυναιρέω
προσυναπάντησις
προσυνεδρεύω
προσύνειμι
προσυνίστημι
View word page
προσυμπλέκομαι
προσυμ-πλέκομαι, fut. -πλᾰκήσομαι,
A). v.l. for συμπρος- in Thd. Da. 11.10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσυμπλέκομαι
Headword (normalized):
προσυμπλέκομαι
Headword (normalized/stripped):
προσυμπλεκομαι
IDX:
90229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90230
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσυμ-πλέκομαι</span>, fut. <span class="foreign greek">-πλᾰκήσομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">συμπρος-</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Da.</span> 11.10 </span>.</div> </div><br><br>'}