Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσυλακτέω
προσυλάκτησις
προσυλλέγομαι
προσυλλογίζομαι
προσυλλογισμός
προσυλλογιστέον
πρόσυλος
προσυμβαίνω
προσυμβιβάζω
προσυμβολέω
προσύμβολον
προσυμμίσγω
Προσυμναῖος
Προσύμνη
προσυμνέω
προσυμπάσσω
προσυμπλέκομαι
προσυμφύομαι
προσυμφωνέω
προσυνάγω
προσυναθροίζομαι
View word page
προσύμβολον
προσύμ-βολον
,
τό
,
A).
prognostic
, or perh.
preliminary contribution
,
ταῦτα μὲν εἰρήσθω προσύμβολα, ὥς φασι
Anon.
ap.
Suid.
ShortDef
prognostic
Debugging
Headword:
προσύμβολον
Headword (normalized):
προσύμβολον
Headword (normalized/stripped):
προσυμβολον
IDX:
90223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90224
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσύμ-βολον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prognostic</span>, or perh. <span class="tr" style="font-weight: bold;">preliminary contribution</span>, <span class="quote greek">ταῦτα μὲν εἰρήσθω προσύμβολα, ὥς φασι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}