Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσυζεύγνυμι
προσυλακτέω
προσυλάκτησις
προσυλλέγομαι
προσυλλογίζομαι
προσυλλογισμός
προσυλλογιστέον
πρόσυλος
προσυμβαίνω
προσυμβιβάζω
προσυμβολέω
προσύμβολον
προσυμμίσγω
Προσυμναῖος
Προσύμνη
προσυμνέω
προσυμπάσσω
προσυμπλέκομαι
προσυμφύομαι
προσυμφωνέω
προσυνάγω
View word page
προσυμβολέω
προσυμ-βολέω, dub.l. et sens. in PTeb. 348.2 (i A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσυμβολέω
Headword (normalized):
προσυμβολέω
Headword (normalized/stripped):
προσυμβολεω
IDX:
90222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90223
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσυμ-βολέω</span>, dub.l. et sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 348.2 </span> (i A.D.).</div><br><br>'}