Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προστύπωσις
προστύφω
προστυχής
προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγγράφομαι
προσύγκειμαι
προσυγχέω
προσυγχρίω
προσυδρεύω
προσυζεύγνυμι
προσυλακτέω
προσυλάκτησις
προσυλλέγομαι
προσυλλογίζομαι
προσυλλογισμός
προσυλλογιστέον
πρόσυλος
προσυμβαίνω
προσυμβιβάζω
View word page
προσυδρεύω
προσυδρεύω
, misspelling of
προσεδρεύω
,
PMasp.
328 i 10
, al. (vi A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσυδρεύω
Headword (normalized):
προσυδρεύω
Headword (normalized/stripped):
προσυδρευω
IDX:
90211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90212
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσυδρεύω</span>, misspelling of <span class="foreign greek">προσεδρεύω</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 328 i 10 </span>, al. (vi A.D.).</div><br><br>'}