Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προστροπή
προστρόπιος
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
πρόστροχος
προστρωννύω
προστυγχάνω
πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
πρόστυπος
προστυπόω
προστύπωσις
προστύφω
προστυχής
προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγγράφομαι
View word page
πρόστυμμα
πρόστυμμα, ατος, τό,(προστύφω)
A). mordant, τῆς πορφύρας Hsch. s.v. μήλωθρα .


ShortDef

mordant

Debugging

Headword:
πρόστυμμα
Headword (normalized):
πρόστυμμα
Headword (normalized/stripped):
προστυμμα
IDX:
90197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90198
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόστυμμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>,(<span class="etym greek">προστύφω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mordant</span>, <span class="quote greek">τῆς πορφύρας</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">μήλωθρα</span> .</div> </div><br><br>'}