Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόστριμμα
πρόστριψις
προστρόπαιος
προστροπή
προστρόπιος
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
πρόστροχος
προστρωννύω
προστυγχάνω
πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
πρόστυπος
προστυπόω
προστύπωσις
προστύφω
προστυχής
προστῷον
View word page
προστρωννύω
προστρωννύω,
A). prosterno, Gloss.


ShortDef

prosterno

Debugging

Headword:
προστρωννύω
Headword (normalized):
προστρωννύω
Headword (normalized/stripped):
προστρωννυω
IDX:
90194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90195
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προστρωννύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prosterno,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}