Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προστραχηλίζω
προστρεβλόω
προστρέπω
προστρέφω
προστρέχω
προστρίβω
πρόστριμμα
πρόστριψις
προστρόπαιος
προστροπή
προστρόπιος
πρόστροπος
προστρουθίζω
προστροχάζω
προστροχαστής
πρόστροχος
προστρωννύω
προστυγχάνω
πρόστυλος
πρόστυμμα
προστυπής
View word page
προστρόπιος
προστρόπ-ιος, ον, poet. for προστρόπαιος, Orph. A. 1235 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προστρόπιος
Headword (normalized):
προστρόπιος
Headword (normalized/stripped):
προστροπιος
IDX:
90188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90189
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προστρόπ-ιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, poet. for <span class="foreign greek">προστρόπαιος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg002:1235" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg002:1235/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">A.</span> 1235 </a>.</div><br><br>'}