προστρίβω
προς-τρίβω [ῑ],
A). rub on or against: abs., προστρίβοντα by friction, HA 535b23 :— Med., rub oneself against, τῷ τοίχῳ IG 42(1).126.10 (Epid., ii A.D.):— Pass., to be rubbed on, ; 4.153 προστετριμμένος worn away, dulled, πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις Eu. 238 .
II). attribute, πᾶν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῖς θεοῖς Prooem. 5 .
III). more freq. in Med., mostly in bad sense, inflict or cause to be inflicted, πληγάς τισι Eq. 5 ; ὑμῖν τὸ μήνιμα τῶν ἀλιτηρίων προστρίψομαι ; 4.2.8 τινὶ συμφορὰν ἢ βλασφημίαν ἢ κακόν ; 25.52 τὴν ὑποψίαν τῆς προδοσίας :— Pass., 2.89f γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται Pr. 331 , cf. Sammelb. 5273.12 (v A.D.), PMonac. 6.66 (vi A.D.).
2). in good sense, πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῖς κεκτημένοις attach to them the reputation of wealth, , 22.75 24.183 .
3). impart,[ χροιᾶς] φάντασμα τοῖς ὁρατοῖς . 7.96