Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προστίμημα
προστίμησις
πρόστιμον
προστιμωρέω
προστινάσσω
προστοιχειόω
προστομιαῖον
προστόμιον
προστομίς
πρόστομος
πρόστοον
προστοχάζομαι
προστραγῳδέω
προστρατεύω
προστρατηγέω
προστραχηλίζω
προστρεβλόω
προστρέπω
προστρέφω
προστρέχω
προστρίβω
View word page
πρόστοον
πρόστοον, τό,
A). v. προστῷον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόστοον
Headword (normalized):
πρόστοον
Headword (normalized/stripped):
προστοον
IDX:
90173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90174
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόστοον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προστῷον</span> .</div> </div><br><br>'}