Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προστιβάς
προστίζιος
προστίθημι
προστίκτω
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
προστίμησις
πρόστιμον
προστιμωρέω
προστινάσσω
προστοιχειόω
προστομιαῖον
προστόμιον
προστομίς
πρόστομος
πρόστοον
προστοχάζομαι
προστραγῳδέω
προστρατεύω
προστρατηγέω
View word page
προστινάσσω
προστῐνάσσω
,
A).
shake at,
AP
12.67
(tm.).
ShortDef
shake at
Debugging
Headword:
προστινάσσω
Headword (normalized):
προστινάσσω
Headword (normalized/stripped):
προστινασσω
IDX:
90167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90168
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προστῐνάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shake at,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 12.67 </span> (tm.).</div> </div><br><br>'}