Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστήθειος
προστηθίδιος
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
προστιβάζεται
προστιβάς
προστίζιος
προστίθημι
προστίκτω
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
προστίμησις
πρόστιμον
προστιμωρέω
προστινάσσω
προστοιχειόω
View word page
προστίζιος
προστίζιος, α, ον,
A). = προσθίδιος , former, earlier, Schwyzer 410 (Elis).


ShortDef

former, earlier

Debugging

Headword:
προστίζιος
Headword (normalized):
προστίζιος
Headword (normalized/stripped):
προστιζιος
IDX:
90158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90159
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προστίζιος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προσθίδιος</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">former, earlier,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Schwyzer</span> 410 </span> (Elis).</div> </div><br><br>'}