Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστήθειος
προστηθίδιος
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
προστιβάζεται
προστιβάς
προστίζιος
προστίθημι
προστίκτω
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
προστίμησις
πρόστιμον
προστιμωρέω
View word page
προστιβάζεται
προστιβάζεται·
μερίζεται, προσπορεύεται
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προστιβάζεται
Headword (normalized):
προστιβάζεται
Headword (normalized/stripped):
προστιβαζεται
IDX:
90156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90157
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προστιβάζεται·</span> <span class="foreign greek">μερίζεται, προσπορεύεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}