Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προστερνίζομαι
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστήθειος
προστηθίδιος
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
προστιβάζεται
προστιβάς
προστίζιος
προστίθημι
προστίκτω
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
προστίμησις
πρόστιμον
View word page
προστηρέω
προστηρέω,
A). keep watch, Phleg. Fr. 36.1J.


ShortDef

keep watch

Debugging

Headword:
προστηρέω
Headword (normalized):
προστηρέω
Headword (normalized/stripped):
προστηρεω
IDX:
90155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90156
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προστηρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">keep watch</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phleg.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 36.1J. </span> </div> </div><br><br>'}