Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προστερνίδιον
προστερνίζομαι
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστήθειος
προστηθίδιος
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
προστιβάζεται
προστιβάς
προστίζιος
προστίθημι
προστίκτω
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
προστίμησις
View word page
πρόστηξις
πρόστηξις
,
εως
,
ἡ
,
A).
attachment, devotion
,
τῆς φυχῆς
Plu.
2.1089c
.
ShortDef
attachment, devotion
Debugging
Headword:
πρόστηξις
Headword (normalized):
πρόστηξις
Headword (normalized/stripped):
προστηξις
IDX:
90154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90155
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόστηξις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">attachment, devotion</span>, <span class="quote greek">τῆς φυχῆς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1089c </span> .</div> </div><br><br>'}