Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προστείχω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερατεύομαι
προστερνίδιον
προστερνίζομαι
πρόστερνος
προστέρπω
προστεφανόω
προστεχνάομαι
προστήθειος
προστηθίδιος
προστηθίς
προστήκομαι
πρόστηξις
προστηρέω
View word page
προστερνίζομαι
προστερν-ίζομαι,
A). v. προσστ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προστερνίζομαι
Headword (normalized):
προστερνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προστερνιζομαι
IDX:
90145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90146
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προστερν-ίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσστ-</span> .</div> </div><br><br>'}