Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προστάτρια
προσταυρόω
προσταφιδόομαι
προσταχή
προστέγασμα
προστεγαστήρ
προστέγιον
προστεγνόω
πρόστεγον
προστειχίζω
προστείχω
προστεκμαίρομαι
προστεκμαρτέος
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστέμνω
προστένω
προστερατεύομαι
προστερνίδιον
προστερνίζομαι
View word page
προστείχω
προστείχω,
A). f.l. for προσστείχω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προστείχω
Headword (normalized):
προστείχω
Headword (normalized/stripped):
προστειχω
IDX:
90135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90136
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προστείχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">προσστείχω</span> .</div> </div><br><br>'}