Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προστάδιον
προστακτέον
προστακτικός
προσταλαιπωρέω
πρόσταμα
πρόσταξις
προσταράσσω
προσταργανόω
προστάς
προστασία
προστάσιμον
προστάσιος
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατευτικός
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
View word page
προστάσιμον
προ-στάσιμον
[ᾰ
], dub. sens. in
Gloss.Oxy.
1801.11
(i A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προστάσιμον
Headword (normalized):
προστάσιμον
Headword (normalized/stripped):
προστασιμον
IDX:
90112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90113
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-στάσιμον</span> <span class="foreign greek">[ᾰ</span>], dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.Oxy.</span> 1801.11 </span> (i A.D.).</div><br><br>'}