Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόστα
προσταγή
πρόσταγμα
προστάδιον
προστακτέον
προστακτικός
προσταλαιπωρέω
πρόσταμα
πρόσταξις
προσταράσσω
προσταργανόω
προστάς
προστασία
προστάσιμον
προστάσιος
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατευτικός
προστατεύω
προστατέω
View word page
προσταργανόω
προσταργᾰνόω,
A). fasten to, Lyc. 748 ( Pass.).


ShortDef

fasten to

Debugging

Headword:
προσταργανόω
Headword (normalized):
προσταργανόω
Headword (normalized/stripped):
προσταργανοω
IDX:
90109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90110
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσταργᾰνόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fasten to,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 748 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}